- λιθουρία
- λιθ-ουρία, ἡ, das Steinharnen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθουρία — λιθουρία, ἡ (Α) η αποβολή λίθου με την ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ουρία (< οὐρῶ), πρβλ. δυσ ουρία, ισχ ουρία] … Dictionary of Greek
λιθουρίας — λιθουρίᾱς , λιθουρία passing gravel with the urine fem acc pl λιθουρίᾱς , λιθουρία passing gravel with the urine fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθουρίαν — λιθουρίᾱν , λιθουρία passing gravel with the urine fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθουρικός — λιθουρικός, ή, όν (Α) [λιθουρία] 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στη λιθουρία 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λιθουρικός αυτός που πάσχει από λιθουρία … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek